- λειώμα
- το [λειώνω]1. η πολτοποίηση με σύνθλιψη2. συνεκδ. το πολτοποιημένο σώμα3. το τελείως τριμμένο, φθαρμένο αντικείμενο4. φρ. α) «έγινα λειώμα στο μεθύσι» — μέθυσα πολύ, έγινα τύφλα στο μεθύσιβ) «τώρα μ' έκανες λειώμα» — είπες κάτι και μέ ντρόπιασες ή με αυτό που είπες απέδειξες ότι είμαι πολύ κατώτερός σου.
Dictionary of Greek. 2013.